Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

Από την πρώτη ποιητική συλλογή της Σοφίας "Απορίες Αθωότητας".


Τ Ο  ΜΙ Κ Ρ Ο  Κ Α Ρ Ο Υ Ζ Ε Λ













Κουρδίζω το μικρό καρουζέλ.
Μια γλυκιά παιδικότητα ηχεί στο σκοτεινιασμένο δωμάτιο.
Τ’ άλογα της μνήμης καλπάζουν θολές εικόνες.
Ένα παμπάλαιο φιλμ από φωτογραφίες καρφώνεται
με πολύχρωμες πινέζες σ’ όλο μου το σώμα.
Μια ευωδιαστή νοσταλγία γρατζουνά την ανάσα μου
απ’ τους πνεύμονες μέχρι την ομίχλη στο τζάμι,
τυλίγει το είδωλό μου και το μεταμορφώνει μεμιάς
σε κείνο το παιδί,
που βαριόταν να μάθει την ορθογραφία
και που πριν κοιμηθεί, προσευχόταν να χιονίσει·
σε κείνο το παιδί,
που φοβόταν μήπως το γράμμα του Αϊ-Βασίλη παραπέσει πουθενά
κι αγαπούσε στα ιδρωμένα τζάμια να ζωγραφίζει αστέρια·
σε κείνο το παιδί,
που δεν άφηνε την κούνια πιστεύοντας πως θα βγάλει φτερά και
θα πετάξει…

…Το μικρό καρουζέλ σταματά.
Όλη η μαγεία του κλείνεται άξαφνα
σ’ ένα δάκρυ κι ένα λυπημένο χαμόγελο.
Δεν είναι ρολόι ο χρόνος –όπως το λένε– ούτε κοφτερό λεπίδι
που σου χαράζει το πρόσωπο ούτε ακόμη
οι θάνατοι αυτών που αγαπάς.
Ο χρόνος είναι ένα μικρό καρουζέλ από καλπάζουσες μνήμες,
που ξεθωριάζουν
και θολώνουν
απ’ τα ίδια τους τα χνότα.


Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2016

Το πρώτο βιβλίο της Σοφίας Μιμιλίδου "Απορίες Αθωότητας".





Η πρώτη ποιητική συλλογή της Σοφίας Μιμιλίδου, "Απορίες Αθωότητας", η οποία εκδόθηκε το Μάιο του 2016 από τις εκδόσεις "Ιωλκός".


Τα χρόνια της κρίσης, το ξαφνικό πέρασμα από την εφηβεία στην ενηλικίωση, η πρώτη γνωριμία με τον έρωτα, οι ματαιωμένες προσδοκίες, τα αδιέξοδα, τα όνειρα και οι πραγματικότητες είναι τα βασικά θέματα της ποιητικής συλλογής.

Οι «Απορίες Αθωότητας» γυρεύουν απαντήσεις κι ας ξέρουν από πριν πως δε θα τις έχουν. Λανθάνοντα νοήματα υπάρχουν για να μείνουν για πάντα κρυμμένα κι ανάμεσά τους κόμματα, οι μικρές γρατζουνιές της ποίησης.

"Είδα μια μέρα όμορφους τους ανθρώπους
 - ήμουν παιδί.
Είπα μια μέρα πως τους σιχαίνομαι
 - ήμουν έφηβη.
Έμεινα να παλεύω ανάμεσα στα δύο
 - ίσως και να μεγάλωσα..."

                                                         (σελίδα 12)

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

Από την πρώτη ποιητική Συλλογή της Σοφίας, "Απορίες Αθωότητας".


Ε Π Ι Σ Κ Ε Π Τ Η Σ















Περπατάς στην πόλη,
βροχερή και ομιχλώδης
όπως όταν την άφησες πίσω σου κάποιο φθινόπωρο.
Περιπλανώμενες αμφιβολίες
για το αν ανήκεις στον τόπο που σε γέννησε
σ’ ανταμώνουν σε κάθε γωνιά.
Τόσα χρόνια εδώ,
ζούσες κάτω απ’ τους ίσκιους των ονείρων
που μοιάζαν ρινίσματα ενός μέλλοντος άδηλου,
με τους ήχους των νερών να είναι η μουσική υπόκρουση
όλων των ανησυχιών και των ασίγαστων αισθημάτων της εφηβείας σου.
Κι όμως, απρόσμενα μέσα σου ξυπνά
η ανίκητη αίσθηση του ξένου
όσο πορεύεσαι σε δρόμους και μέρη,
που γνώριζαν κάποτε αλάνθαστα το νεανικό σου πέρασμα
και τώρα αδιάφορα σε βλέπουν.
Μια αναπόδραστη νοσταλγία
παγώνει την ψυχή
σαν πλησιάζει κανείς στο παλιό του σχολείο.
Από μακριά θα πεις πως τίποτα δεν έχει αλλάξει
και θα επιταχύνεις το βήμα,
καθώς ένα απροσδιόριστο άγχος να μην αργήσεις στο μάθημα
σε παραπλανά.
Κανείς δε σε περιμένει.
Κι ύστερα μια δειλή συγκίνηση θα φτάσει ανεπαίσθητα στο λαιμό σου
βλέποντας την παλιά αυλή,
τόσο ίδια και τόσο αγνώριστη,
με ξένα παιδιά να παίζουν
κι άγνωστες φωνές και γέλια να ηχούν στην ατμόσφαιρα.
Ακούς το κουδούνι μα δε χτυπά πια για σένα
που περισσεύεις σ’ ένα χώρο
άλλοτε τόσο οικείο και γνώριμο,
σμιλευμένο από σκηνές
ενός παρελθόντος που μετουσιώνεται με τον καιρό
σε ένα ρυάκι ξεβαμμένης μνήμης,
που έβρεξε τα γυμνά μας πόδια μια φορά
και δε θα κυλήσει ποτέ ξανά το ίδιο.
Έπειτα, βλέπεις κι ένα κορίτσι
που σου μοιάζει λίγο,
είδωλο ύπουλα κατασκευασμένο
απ’ τους μηχανισμούς των παραισθήσεων.
Φαινομενικά όλα είναι όπως τα άφησες,
κι όμως, τίποτα δεν είναι το ίδιο
χωρίς τις ζωές των ανθρώπων
που βάδισαν για λίγο δίπλα στη δική σου.
Γιατί οι απουσίες είναι αυτές
που θα σε ορίζουν παντοτινά κι αναπότρεπτα εδώ
έναν απλό επισκέπτη.