Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2018

Από την πρώτη ποιητική συλλογή της Σοφίας "Απορίες Αθωότητας"

Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Α  Λ Ο Γ Ι Α  Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Α Σ



Ο Νοέμβρης ήταν ανέκαθεν
μήνας βαρύς.
Ο μήνας που βάφει με σπρέι
πιο κόκκινο το τσιμέντο
της καρδιάς του ανθρώπου,
που δεν ξέχασε ακόμη να θυμάται
πως κάποτε υπήρξε κι ελεύθερος…

Ήλιε μου,
πόσο υποτιμητικό
και τι βέβηλη πράξη,
ιεροσυλία,
σε βάλανε σε ψηφοδέλτια
κι αφίσες;

Δημοκρατία εσύ,
πώς λερώσαν έτσι το όνομά σου,
έθαψαν στις λάσπες την ουσία σου
και κάθε μέρα λίμνες
τα κώνεια σε ποτίζουν;

Ο Φασισμός που σου γελά ειρωνικά,
περίμενε πολύ καιρό
μα ακόμη εδώ
σου γνέφει: «Δε με νίκησες ακόμη».
Φορώντας και πάλι το εθνόσημο,
σφίγγει το χέρι
στους γνωστούς, κουτούς, ημιμαθείς,
στους πιο απελπισμένους παράφρονες,
δήθεν επαναστάτες.

Κι εσύ, που έμαθες να σηκώνεις την ασπίδα σου
μόνο όταν ήθελες λίγη σκιά,
πόσο μετανιωμένος θα ’σαι,
πώς την ντροπή σου θα ντρέπεσαι να πεις
όταν δε θα σ’ αφήνουν να μιλάς
και θα σου απαγορεύουν και ν’ αναπνέεις ακόμη
οι σωτήρες.
Εσύ, που τώρα, εδώ νίπτεις τας χείρας σου,
μην τυχόν και λερωθούν,
μήπως και νιώσουν τελικά τη δύναμή τους
και είναι αυτά που θα σε υποχρεώσουν
να σηκώσεις την ασπίδα απ’ το χώμα,
να πολεμήσεις όπως το λέει το αίμα σου.

Συνέχισε, λοιπόν, να κουνάς το κεφάλι.
Μα μη μου μιλάς άλλο για Εφιάλτες και Ιούδες
θέλοντας να καλύψεις τη δική σου προδοσία.
Μην προσπαθείς.
Τα χέρια σου
είναι τόσο μαύρα απ’ τη βρομιά
που δεν πρόκειται ποτέ να καθαρίσουν.
Μην προσπαθείς.
Σταυρώνουν χωρίς καμιά ενοχή κάθε σούρουπο
τους ήρωες, τα όνειρα και τις ελπίδες σου
με χρυσά καρφιά,
με σημαίες
και πατριωτικά τραγούδια…


Σάββατο 11 Αυγούστου 2018

Από την πρώτη ποιητική συλλογή της Σοφίας "Απορίες Αθωότητας".

Τ Ο  Κ  Α Λ Ο Κ Α Ι Ρ Ι



Το καλοκαίρι, η εξιδανίκευση των πόθων.
Το καλοκαίρι, οι πυρκαγιές των ερώτων,
τ’ αναμμένα κεριά στο μαύρο καμβά του σύμπαντος.
Το καλοκαίρι, τα παραδομένα στον ήλιο σώματα,
ο αλμυρός ιδρώτας,
τα ξυπόλυτα όνειρα κρυμμένα πίσω απ’ τα αρχαία ναυάγια.
Το καλοκαίρι, οι διάπλατοι ορίζοντες των φιλοδοξιών,
οι έγχρωμες ελπίδες,
τα μυστικά του χειμώνα ψιθύριζαν άθελά τους τα διψασμένα χείλη.
Το καλοκαίρι, η αριστερόχειρη γραφή ενός ποιήματος στην άμμο
– δεν την ξεχώριζες,
τα κυματέρρυθμα λόγια που άλλαζε πορεία κατά πώς ήθελε ο αέρας
έτσι ξερός που στέγνωνε εγκαίρως τα δάκρυα πριν κυλήσουν.
Το καλοκαίρι, τ’ αναποδογυρισμένα ζάρια,
στο λευκό πανί πλήθος μπαλώματα οι υποσχέσεις σου.
Το φετινό καλοκαίρι,
η θάλασσά μας
και τα σύννεφα έπαιρναν ώρες ώρες σχήματα παράξενα που προέβλεπαν τη μοίρα.

Έχω κρατήσει τόσα χαλίκια από τη θάλασσα,
τόσα όστρακα σπασμένα
που είσαι εσύ και η απουσία σου
και μαζί η παράλογη επιμονή μου
με άψυχα επιθήματα κι αποκαΐδια
να σε φτιάχνω
τα καλοκαίρια
που
όλο
λείπεις.



Πέμπτη 28 Ιουνίου 2018

Νέα Πανελλήνια Διάκριση για την ποιήτρια Σοφία Μιμιλίδου!

1ο βραβείο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό της Ε.Ε.Λ για την Εδεσσαία ποιήτρια Σοφία Μιμιλίδου




Νέα σπουδαία διάκριση για την Εδεσσαία ποιήτρια Σοφία Μιμιλίδου. Η 23χρονη ποιήτρια δύο χρόνια μετά την έκδοση της ποιητικής της συλλογής «Απορίες Αθωότητας» (Εκδ.Ιωλκός, 2016) συνεχίζει την επιτυχή πορεία της στο χώρο της ποίησης με ένα νέο ποίημα της, το οποίο απέσπασε το πρώτο βραβείο της  Εταιρίας  Ελλήνων Λογοτεχνών. Πρόκειται για μια ιστορικότατη Εταιρία η οποία από το 1934 συνεχίζει να προάγει τα Ελληνικά Γράμματα, παρέχοντας σπουδαίο πνευματικό και πολιτιστικό έργο. Στα μέλη της θα συναντήσει κανείς έναν ατέλειωτο κατάλογο εξεχουσών προσωπικοτήτων της λογοτεχνίας μας, όπως  οι Κ.Παλαμάς, Γ.Ξενόπουλος, Ν.Καζαντζάκης, Γ.Ρίτσος και Α.Σικελιανός.
Την 3η Ιουνίου στα γραφεία της Ε.Ε.Λ. στην Αθήνα,  πραγματοποιήθηκε η εκδήλωση απονομής των βραβείων του Πανελλήνιου διαγωνισμού για νέους ποιητές «Παύλος Ναθαναήλ» . Το ποίημα της Σοφίας τιτλοφορείται «Το πέταγμα» και πραγματεύεται το επίκαιρο και πολύ ευαίσθητο για πάρα πολλές οικογένειες της  χώρας μας ζήτημα της φυγής των νέων ανθρώπων στο εξωτερικό, για να αναζητήσουν ένα καλύτερο μέλλον. Αξίζει να τονιστεί ότι είναι η δεύτερη φορά που η Σοφία τιμάται με το συγκεκριμένο βραβείο (2015,2018), κάτι που τονίστηκε ιδιαίτερα από τους διοργανωτές ως ένα γεγονός που αποδεικνύει τη γνήσια ποιητική της φλέβα, καθώς και τις μεγάλες προοπτικές της να χαράξει μια σπουδαία πορεία στο λογοτεχνικό χώρο.  Η ίδια η ποιήτρια ευχαρίστησε θερμά την Εταιρία, επισημαίνοντας πως η βράβευσή της από την Εταιρία τρία χρόνια πριν, αποτέλεσε σημαντικότατο κίνητρο στην απόφαση της να προχωρήσει στην έκδοση της πρώτης ποιητικής της συλλογής.



Η απαγγελία του βραβευμένου ποιήματος από τη δημιουργό συγκίνησε και χειροκροτήθηκε από το κοινό. Ακολούθησαν οι απαγγελίες των υπόλοιπων εξαιρετικής ποιότητας διακριθέντων ποιημάτων μαζί με ένα μουσικό πρόγραμμα.  Η εκδήλωση ολοκληρώθηκε με την εντυπωσιακή ομιλία του Αντιπρύτανη Πανεπιστημίου Πελοποννήσου  κ. Γ.Αντρειωμένου με θέμα: «Τα παιδικά χρόνια του Γ.Ρίτσου και Ν.Βρεττάκου», στην οποία τόνισε πως «ο ποιητής γεννιέται κι όχι απλώς γίνεται». Ο ποιητής λοιπόν γεννιέται και το ευτυχές για την Ελλάδα είναι πως υπάρχουν πολλά νέα παιδιά εκεί έξω που προσπαθούν να εκφραστούν μέσω της ποίησης, πολλοί γεννημένοι ποιητές που περιμένουν να πάρουν την ευκαιρία τους και να αφήσουν το στίγμα τους στα νεοελληνικά γράμματα. Η Σοφία Μιμιλίδου απέδειξε τόσο με τη διάκριση όσο και με το ποίημα της πως η ελπίδα για το μέλλον υπάρχει, καθώς υπάρχουν νέοι ανάμεσα μας, οι οποίοι μπορούν να ξεχωρίσουν, να δώσουν όραμα και να εμπνεύσουν με την τέχνη τους.

Ακολουθεί το βραβευμένο ποίημα


Τ Ο  Π Ε Τ Α Γ Μ Α   

                               

Θα φύγω μαμά,

δε με κρατάει άλλο εδώ, θα φύγω.

Βαρέθηκα πια το παιδικό μου δωμάτιο

κι ας μην έχω πού αλλού να μείνω.

Βαρέθηκα τις κλειστές πόρτες που κανένα κλειδί δεν ανοίγει

κι όλα εκείνα που συνηθίζω να αποδίδω στη δήθεν «ατυχία» μου,

εγώ παράταιρη στο μέλλον αυτό που όλοι λένε πως μου ανήκει.



Για μια άλλη χώρα φαίνεται πως μορφώθηκα και μεγάλωσα.

Βαρέθηκα να είμαι βάρος- Τι είναι αυτά που λέω, θα πεις, ντροπή- το ξέρω.

Να σβήνω κεριά και να μένω πάντα παιδί, βαρέθηκα.

Μου ‘λεγες παλιά πως θα ‘ρθει η μέρα που θα ανοίξω τα φτερά μου και θα πετάξω,

μα εδώ δεν έχει για μένα ουρανούς

ή ίσως τα φτερά μου δεν είναι ανθεκτικά σ’ αυτόν τον ήλιο και γκρεμίζομαι,

κέρινη κούκλα και λιώνω

ίσως πάλι δεν υπάρχει ο ήλιος που βλέπουμε

και δεν είναι παρά ένα αφαιρούμενο αυτοκόλλητο μιας τόσο παραπλανητικά γαλάζιας

     οθόνης που σε κάνει

να ελπίζεις και να θες όσο τίποτα να μένεις,

μα εγώ θα φύγω.



Θα φύγω μαμά, όμως να μην κλαις, θα με βλέπεις τις γιορτές,

θα μιλάμε συχνά, θα το δεις

και ναι, θα τρώω σωστά και θα ντύνομαι

μα το ξέρω πάντα θα νιώθω γυμνή και θα πεινάω

ένα άξενο κρύο θα σφυροκοπάει διαρκώς τις αμπάλωτες ρωγμές της ανάσας μου.

Μα εγώ θα φύγω.



Μας λένε «χαμένη γενιά», τέτοιοι τίτλοι βγαίνουν βέβαια με ευκολία

απ’ όσους φοβούνται να προσπαθήσουν.

Εμείς και σε ανήλια γη θα αναζητήσουμε τώρα μια ηλιόλουστη ζωή

όχι, δεν έχω θυμό για κανέναν, μόνο που θα μου λείπεις,

εσύ η πρώτη πρώτη πατρίδα μου

κι η θάλασσα, η Μεγάλη Μητέρα.

Φεύγω, όμως δεν παραιτούμαι.



Η βαλίτσα μου γεμάτη και δεν κλείνει,

τα εφόδια που μου έδωσες τοποθετημένα στριμωχτά,

μαζί και τόσος φόβος-πού να χωρέσουν;

Θα αφήσω αυτόν το στραβό ορίζοντα που βλέπω κάθε πρωί απ’ το παράθυρο και θα φύγω,

μα μην ανησυχείς, θα ρίχνω πίσω μου τους αγαπημένους μου στίχους να μη χάσω το δρόμο

     του γυρισμού, σ’ το υπόσχομαι.



…«Η πτήση 213 για το Άγνωστο αναχωρεί σε μισή ώρα…

Οι αποσκευές των ελπίδων σας θα τοποθετηθούν στο διάδρομο 17…»





Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

Από την πρώτη ποιητική συλλογή της Σοφίας "Απορίες Αθωότητας".


Τ Ο  ΜΙ Κ Ρ Ο  Κ Α Ρ Ο Υ Ζ Ε Λ













Κουρδίζω το μικρό καρουζέλ.
Μια γλυκιά παιδικότητα ηχεί στο σκοτεινιασμένο δωμάτιο.
Τ’ άλογα της μνήμης καλπάζουν θολές εικόνες.
Ένα παμπάλαιο φιλμ από φωτογραφίες καρφώνεται
με πολύχρωμες πινέζες σ’ όλο μου το σώμα.
Μια ευωδιαστή νοσταλγία γρατζουνά την ανάσα μου
απ’ τους πνεύμονες μέχρι την ομίχλη στο τζάμι,
τυλίγει το είδωλό μου και το μεταμορφώνει μεμιάς
σε κείνο το παιδί,
που βαριόταν να μάθει την ορθογραφία
και που πριν κοιμηθεί, προσευχόταν να χιονίσει·
σε κείνο το παιδί,
που φοβόταν μήπως το γράμμα του Αϊ-Βασίλη παραπέσει πουθενά
κι αγαπούσε στα ιδρωμένα τζάμια να ζωγραφίζει αστέρια·
σε κείνο το παιδί,
που δεν άφηνε την κούνια πιστεύοντας πως θα βγάλει φτερά και
θα πετάξει…

…Το μικρό καρουζέλ σταματά.
Όλη η μαγεία του κλείνεται άξαφνα
σ’ ένα δάκρυ κι ένα λυπημένο χαμόγελο.
Δεν είναι ρολόι ο χρόνος –όπως το λένε– ούτε κοφτερό λεπίδι
που σου χαράζει το πρόσωπο ούτε ακόμη
οι θάνατοι αυτών που αγαπάς.
Ο χρόνος είναι ένα μικρό καρουζέλ από καλπάζουσες μνήμες,
που ξεθωριάζουν
και θολώνουν
απ’ τα ίδια τους τα χνότα.


Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2016

Το πρώτο βιβλίο της Σοφίας Μιμιλίδου "Απορίες Αθωότητας".





Η πρώτη ποιητική συλλογή της Σοφίας Μιμιλίδου, "Απορίες Αθωότητας", η οποία εκδόθηκε το Μάιο του 2016 από τις εκδόσεις "Ιωλκός".


Τα χρόνια της κρίσης, το ξαφνικό πέρασμα από την εφηβεία στην ενηλικίωση, η πρώτη γνωριμία με τον έρωτα, οι ματαιωμένες προσδοκίες, τα αδιέξοδα, τα όνειρα και οι πραγματικότητες είναι τα βασικά θέματα της ποιητικής συλλογής.

Οι «Απορίες Αθωότητας» γυρεύουν απαντήσεις κι ας ξέρουν από πριν πως δε θα τις έχουν. Λανθάνοντα νοήματα υπάρχουν για να μείνουν για πάντα κρυμμένα κι ανάμεσά τους κόμματα, οι μικρές γρατζουνιές της ποίησης.

"Είδα μια μέρα όμορφους τους ανθρώπους
 - ήμουν παιδί.
Είπα μια μέρα πως τους σιχαίνομαι
 - ήμουν έφηβη.
Έμεινα να παλεύω ανάμεσα στα δύο
 - ίσως και να μεγάλωσα..."

                                                         (σελίδα 12)

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

Από την πρώτη ποιητική Συλλογή της Σοφίας, "Απορίες Αθωότητας".


Ε Π Ι Σ Κ Ε Π Τ Η Σ















Περπατάς στην πόλη,
βροχερή και ομιχλώδης
όπως όταν την άφησες πίσω σου κάποιο φθινόπωρο.
Περιπλανώμενες αμφιβολίες
για το αν ανήκεις στον τόπο που σε γέννησε
σ’ ανταμώνουν σε κάθε γωνιά.
Τόσα χρόνια εδώ,
ζούσες κάτω απ’ τους ίσκιους των ονείρων
που μοιάζαν ρινίσματα ενός μέλλοντος άδηλου,
με τους ήχους των νερών να είναι η μουσική υπόκρουση
όλων των ανησυχιών και των ασίγαστων αισθημάτων της εφηβείας σου.
Κι όμως, απρόσμενα μέσα σου ξυπνά
η ανίκητη αίσθηση του ξένου
όσο πορεύεσαι σε δρόμους και μέρη,
που γνώριζαν κάποτε αλάνθαστα το νεανικό σου πέρασμα
και τώρα αδιάφορα σε βλέπουν.
Μια αναπόδραστη νοσταλγία
παγώνει την ψυχή
σαν πλησιάζει κανείς στο παλιό του σχολείο.
Από μακριά θα πεις πως τίποτα δεν έχει αλλάξει
και θα επιταχύνεις το βήμα,
καθώς ένα απροσδιόριστο άγχος να μην αργήσεις στο μάθημα
σε παραπλανά.
Κανείς δε σε περιμένει.
Κι ύστερα μια δειλή συγκίνηση θα φτάσει ανεπαίσθητα στο λαιμό σου
βλέποντας την παλιά αυλή,
τόσο ίδια και τόσο αγνώριστη,
με ξένα παιδιά να παίζουν
κι άγνωστες φωνές και γέλια να ηχούν στην ατμόσφαιρα.
Ακούς το κουδούνι μα δε χτυπά πια για σένα
που περισσεύεις σ’ ένα χώρο
άλλοτε τόσο οικείο και γνώριμο,
σμιλευμένο από σκηνές
ενός παρελθόντος που μετουσιώνεται με τον καιρό
σε ένα ρυάκι ξεβαμμένης μνήμης,
που έβρεξε τα γυμνά μας πόδια μια φορά
και δε θα κυλήσει ποτέ ξανά το ίδιο.
Έπειτα, βλέπεις κι ένα κορίτσι
που σου μοιάζει λίγο,
είδωλο ύπουλα κατασκευασμένο
απ’ τους μηχανισμούς των παραισθήσεων.
Φαινομενικά όλα είναι όπως τα άφησες,
κι όμως, τίποτα δεν είναι το ίδιο
χωρίς τις ζωές των ανθρώπων
που βάδισαν για λίγο δίπλα στη δική σου.
Γιατί οι απουσίες είναι αυτές
που θα σε ορίζουν παντοτινά κι αναπότρεπτα εδώ
έναν απλό επισκέπτη.