Ο Νοέμβρης ήταν ανέκαθεν
μήνας βαρύς.
Ο μήνας που βάφει με σπρέι
πιο κόκκινο το τσιμέντο
της καρδιάς του ανθρώπου,
που δεν ξέχασε ακόμη να θυμάται
πως κάποτε υπήρξε κι ελεύθερος…
Ήλιε μου,
πόσο υποτιμητικό
και τι βέβηλη πράξη,
ιεροσυλία,
σε βάλανε σε ψηφοδέλτια
κι αφίσες;
Δημοκρατία εσύ,
πώς λερώσαν έτσι το όνομά σου,
έθαψαν στις λάσπες την ουσία σου
και κάθε μέρα λίμνες
τα κώνεια σε ποτίζουν;
Ο Φασισμός που σου γελά ειρωνικά,
περίμενε πολύ καιρό
μα ακόμη εδώ
σου γνέφει: «Δε με νίκησες ακόμη».
Φορώντας και πάλι το εθνόσημο,
σφίγγει το χέρι
στους γνωστούς, κουτούς, ημιμαθείς,
στους πιο απελπισμένους παράφρονες,
δήθεν επαναστάτες.
Κι εσύ, που έμαθες να σηκώνεις την ασπίδα σου
μόνο όταν ήθελες λίγη σκιά,
πόσο μετανιωμένος θα ’σαι,
πώς την ντροπή σου θα ντρέπεσαι να πεις
όταν δε θα σ’ αφήνουν να μιλάς
και θα σου απαγορεύουν και ν’ αναπνέεις ακόμη
οι σωτήρες.
Εσύ, που τώρα, εδώ νίπτεις τας χείρας σου,
μην τυχόν και λερωθούν,
μήπως και νιώσουν τελικά τη δύναμή τους
και είναι αυτά που θα σε υποχρεώσουν
να σηκώσεις την ασπίδα απ’ το χώμα,
να πολεμήσεις όπως το λέει το αίμα σου.
Συνέχισε, λοιπόν, να κουνάς το κεφάλι.
Μα μη μου μιλάς άλλο για Εφιάλτες και Ιούδες
θέλοντας να καλύψεις τη δική σου προδοσία.
Μην προσπαθείς.
Τα χέρια σου
είναι τόσο μαύρα απ’ τη βρομιά
που δεν πρόκειται ποτέ να καθαρίσουν.
Μην προσπαθείς.
Σταυρώνουν χωρίς καμιά ενοχή κάθε σούρουπο
τους ήρωες, τα όνειρα και τις ελπίδες σου
με χρυσά καρφιά,
με σημαίες
και πατριωτικά τραγούδια…